ιγνυακός

ιγνυακός
η , ό[ν] подколенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ιγνυακός" в других словарях:

  • ιγνυακός — ή, ό [ιγνύα] αυτός που αναφέρεται στην ιγνύ («ιγνυακός μυς») …   Dictionary of Greek

  • ιγνυακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ιγνύα: Ιγνυακός βόθρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιγνυακός βόθρος — Ρομβοειδής κοιλότητα που σχηματίζεται στο γόνατο, στην πίσω επιφάνειά του. Από την κοιλότητα αυτή περνά η ιγνυακή αρτηρία (η οποία είναι συνέχεια της μηριαίας), η ιγνυακή φλέβα, το κνημιαίο καθώς και το κοινό περονιαίο νεύρο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»